- ἀγροίκῳ
- ἄγροικοςdwelling in the fieldsmasc/fem/neut dat sgἀγροῖκοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… … Dictionary of Greek
ἀγροίκωι — ἀγροίκῳ , ἄγροικος dwelling in the fields masc/fem/neut dat sg ἀγροίκῳ , ἀγροῖκος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγροικώ — ( άω και έω) αγροικώ ό,τι λες, καταλαβαίνω, εννοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγροικώ] … Dictionary of Greek
αγροίκημα — και γροίκημα, το [αγροικώ και γροικώ] αντίληψη, κατανόηση … Dictionary of Greek
αγροίκηση — και γροίκηση, η (Μ και ἀγροίκησις, γροίκησις, ἐγροίκησις) [ἀγροικῶ και γροικῶ] 1. αντίληψη, νοημοσύνη 2. ακρόαση, άκουσμα, προσοχή, συνεννόηση … Dictionary of Greek
αγροίκητος — η, ο 1. (με παθ. σημασία) αυτός που δεν ακούγεται ή που δεν μπορεί να ακουστεί 2. που ακούγεται για πρώτη φορά, παράξενος, ακατάληπτος 3. (με ενεργ. σημασία) αυτός που δεν υπακούει, απείθαρχος, πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγροικητὸς < ἀγροικώ.… … Dictionary of Greek
αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) … Dictionary of Greek
αγροικερός — ή, ό [αγροικώ] (για σπηλιά, θέατρο κ. τ. π.) αυτός που έχει καλή ηχητική, αυτός που μεταδίδει τον ήχο δυνατά και καθαρά … Dictionary of Greek
αγροικητός — και αγροικιστός, ή, ό [αγροικώ] 1. αυτός που εχει γίνει γνωστός από φήμη, ακουστός 2. ξακουστός, διάσημος … Dictionary of Greek
αγροικιάζομαι — παραφυλάω να ακούσω τι λένε οι άλλοι, αφουγκράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *αγροικιά ή το ρ. αγροικώ, αναλογικά προς το συνών. αφτιάζομαι] … Dictionary of Greek